- ὑπορύττω
- (ὀρυχ) подкапываю
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
υπορύσσω — ὑπορύσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. ὑπορύττω Α υποσκάπτω αρχ. φρ. «ύπορύττω τὰ ἀπόρρητα» προδίδω, κοινολογώ τα μυστικά (Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀρύσσω «σκάβω»] … Dictionary of Greek